- ανάρριχτος
- sarkıtılan, yukarıdan atılan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανάρριχτος — η, ο 1. ριχτός επάνω, απλωμένος στην πλάτη 2. αυτός που δεν ρίχτηκε, δεν εξαπολύθηκε … Dictionary of Greek
αναρριχτός — ή, ό ελαφρά ριγμένος ή απλωμένος επάνω ή πίσω … Dictionary of Greek